γουμάρ: γα’ι’δούρι
γκισέμ: ο τράγος που “οδηγεί” το κοπάδι και που φοράει ένα μεγάλο κουδούνι (βλ: κιπρί)
γκιουρντάνι:στολίδι
γκστριά: εγκυμοσύνη
γκόρτσο: αχλάδι
γκιζερώ: τριγυρίζω
γκιούμι: τσίγγινο δοχείο, περίπου ενός μέτρου, για το γάλα αμέσως μετά το άρμεγμα
γριντώνομαι: ξαπλώνω (χαρακτηριστική έκφραση: “Τι γριντώθκες καταή;” !)
γκρουσκλιάνος: λάρυγγας (αλλιώς: σκάπετος!)
γκουρλώνομαι: πνίγομαι
γυρεύω: ψάχνω (συνόνυμο: χαλεύω)
γρόσια: λεφτά
γιεμ: γιε μου
γλέπω: βλέπω
γιατάκι: κρεβάτι
γιόμα: απόγευμα ή μεσημεριανό φαγητό
γίδια: κατσίκια
γρικώ: ξέρω, γνωρίζω
γκιντέρι: βάσανο
γκαγκαράτσες: ακαθαρσίες από αρνιά ή κατσίκια
γιουμάτος: γεμάτος
γρούδα: κομμάτι
γραίκι: μέρος που ξεκουράζεται ο βοσκός
γόνα: γόνατο
γκαβαλίνα: παραλλαγή απ’ τις…γκαγκαράτσες!, την βλέπεις συνήθως το καλοκαίρι
γκαβός: τυφλός
γελώ: ξεγελώ
γκουστερίτσα: σαύρα (υπάρχει και η πιο μεγάλη, πράσινη σαύρα, που αποκαλούμε: ο γκούστερας!)
γκρουζαλιούμαι: γκρινιάζω
γκαμπτζιές: βάτοι (αλλιώς: τζίγρες)
γκλαβανή: τρύπα στο ταβάνι, για να επικοινωνεί το κυρίως σπίτι με το πατάρι
γκριμπατσώνομαι: αρπάζομαι, σκαλώνω για να σκαρφαλώσω
γκουμπζαλνώ: ενοχλώ
γραμμένος: όμορφος