νογώ; έχω γνώση, ξέρω
νουμπέτ(ι): τραγούδι της τάβλας, του τραπεζιού (συνήθως βαρύ και πένθιμο)
ντα’ι’ρές: ντέφι
ντουνιάς: κόσμος (με την ευρύτερη έννοια)
νταλιάνα: λεβέντισσα γυναίκα
ντουλμπέρα: …νταλιάνα!
ντιπ: καθόλου
ντάλτσε: πήδησε με φόρα
νιβατό: λιωμένο τυρί (αν δεν έχεις φάει ως τώρα, απλά…χάνεις)
νουματοί: άνθρωποι
ντερμπιέ: σειρά, πειθαρχία
νίβουμαι: πλένομαι (*Θα ήμουν 5-6 όταν πρωτοθυμάμαι να άκουσα απ’ τη γιαγιά, το πρωί: “Νίφκες;” !!!)
ντάμια: μισογκρεμισμένα κτήρια, παλιά