ζαρώνω: μαζεύομαι, ξαπλώνω
ζαγάρ: σκυλί ή αγρίμι
ζλαπ: άγριο ζώο (συνήθως)
ζγούρ: φετινό πρόφατο
ζαρκούλα: κουκούλα
ζαβός: χαζός
ζαβόρτσα: πόρτα (συνήθως της αυλής)
ζαμπούνκος: άκεφος, αδιάθετος
ζαρώνω: μαζεύομαι, ξαπλώνω
ζαγάρ: σκυλί ή αγρίμι
ζλαπ: άγριο ζώο (συνήθως)
ζγούρ: φετινό πρόφατο
ζαρκούλα: κουκούλα
ζαβός: χαζός
ζαβόρτσα: πόρτα (συνήθως της αυλής)
ζαμπούνκος: άκεφος, αδιάθετος