τσιακμάκι: αναπτήρας
τσουκαλνώ: χτυπώ
τηρώ: κοιτώ
τζαντίλα: κομμάτι από ύφασμα για στράγγισμα τυριού, είδος τυριού, (μεταφ)τζαντίλας: φοβιτσιάρης, ρέτσκας
τρουιερνώ: τριγυρίζω
τρίμμα: κομμάτι από τριμμένο φαγώσιμο
τσόρμανος: άταχτος
τζομπάνος: βοσκός
τσουμπώ: χτυπώ και θρυμματίζω
τζουτζουβές: μπρίκι
τωρα’ι’ά: μόλις τώρα
τάβλα: τραπέζι χαμηλό
ταβάς (περσ): βαθύ ταψί
τζίγρις: θάμνοι με αγκάθια
τσκάρ: αγνάντιο, μέρος με θέα
τρανός: μεγάλος
τσούτσαλος: πολύ μικρός
ταλαγάνι: ρούχο που φοριέται μέσα απ’ την κάπα για να ζεσταίνει τον τζομπάνο
τσάκνα (τα): λεπτά ξυλαράκια
τσούζω (τα): τα πίνω
τσούπρα: όμορφη κοπέλα και μικρή
τσούρα: τσουτσού(!)
τσέπουρα: εξογκώματα σε κλαδιά
τσιάγαλα: κομματάκια, συνήθως ξηρών καρπών
τσιουρίζω: τσιρίζω
τσουκάλα: τσουκάλι ή εργαλείο για στείρωση αρσενικών ζώων
τιτιώνω: γενικά φτιάχνω κάτι, χρησιμοποιείται αόριστα όταν ξεχνάς να πεις ακριβώς την δουλειά (π.χ. “Α, ρα! Τίτιωσέ το”!)
ταχα’ι’άμας: σιγά το πράγμα, κάτι μας είπες τώρα
τζέρτζιλα: κορόμηλα
ταχιά: αύριο
ταχιά: αύριο