Παράδοση ζεστασιάς!
Οι αντιθέσεις…
——————
Βλέπω, ξανά και ξανά, το τελευταίο βιντεάκι που αναρτήθηκε, απ’ το πανηγύρι της Παναγίας, της… μικρής, όπως μάθαμε να λέμε στο χωριό για την Γέννηση της Θεοτόκου, στις 8 Σεπτέμβρη. Και είναι περίεργο, κάτι τέτοιο, αφού η εκκλησία που γιορτάζει είναι αυτή μέσα στο χωριό, η τρανή, σε αντίθεση με τον Δεκαπενταύγουστο και την Κοίμηση, που γιορτάζει το παρεκκλήσι, στην Βαρή, αλλά είναι της Παναγιάς της μεγάλης!
Γύρισα πολλά χρόνια πίσω, 25, 30 ίσως, σε μνήμες παιδικές, εφηβικές, στα χρόνια με τις γκαζόλαμπες! Έκλεισα τα μάτια και έφερα εικόνες στο μυαλό, από την εποχή που δεν υπήρχαν τα μέσα να καταγράφουν ή να ηχογραφούν, από τότε που η πλατεία είχε ακόμα χώμα σκέτο, χωρίς πλάκες και που τα σπίτια, εκείνα, τα παλιά, ήταν από πέτρα! Ήταν το πανηγύρι του Σεπτέμβρη αυτό που έκλεινε τα καλοκαίρια μας στο Πανόραμα και μας έμαθε να ακούμε: ” Άιντε, καλό χμώνα κι τ’ χρόν’ ” !
Εκείνες τις εποχές, και στα δυο τα γλέντια ήταν από τρεις μέρες τα όργανα(!) στο χωριό,την παραμονή, την μέρα της γιορτής και την επόμενη. Χόρταινες να ακούς βιολί, νταϊρέ, λαούτο και κλαρίνο (αυτή ήταν η… ορχήστρα), γέμιζες ήχους και τραγούδια και γινόσουν μύστης της παράδοσης του τόπου! Άκουγες, ρωτούσες, μάθαινες…
Το γλέντι, συνήθως, στήνονταν το βράδυ και το μαγαζί που μας μάζευε ήταν του μπαρμπα-Κώτσου κι τσ Δέσπους! Τι να σου εξηγώ τώρα;! Το σπίτι που βλέπεις τώρα, απέναντι απ’ τον “Αμερικάνο” ήταν μπακάλικο και ήταν αυτό που μας τράνεψε στα γλέντια! Κανένας πιο παλιός, μπορεί να μας εξιστορήσει και για το μαγαζί του μπαρμπα-Γάκη, του Τζιόλα, που ήταν ακόμα πιο πίσω στον χρόνο… Οι αλλαγές και οι αντιθέσεις των καιρών, βλέπεις!
Ακολούθησε μια περίοδος “νεκρή”, σαν την βαρυχειμωνιά του τόπου, μέχρι να κάνει ο Τάκης ο Μπαρλαγιάννης το παλιό το καφενείο, στην πλατεία, εκεί που είναι τώρα ο ξενώνας του Τζιμούλα. Άρχισαν, δειλά-δειλά, έτσι να ζωντανεύουν και τα γλέντια, να ξανάρχονται τα όργανα. Κι αν τον Αύγουστο το χωριό είχε κόσμο, τον Σεπτέμβρη αυτός αραίωνε, γίνονταν όσο πάει και λιγότερος. Μια χρονιά, που δεν μπορώ να προσδιορίσω ακριβώς, αλλά θα ήταν κατά τα τέλη του ’80, έγινε κάτι το αξέχαστο για μένα. Ήταν το “μικρό το πανηγύρι” και έβρεχε καταρρακτωδώς. Ο κόσμος ήθελε να γλεντήσει, ήταν διψασμένος για χωριό, για τραγούδι. Τότε ήταν που ανοίξαμε το Σχολείο, βάλαμε τραπέζια και κάναμε το γλέντι εκεί μέσα. Μην ρωτάς το πώς. Ακόμα και τώρα δεν μπορώ να το πιστέψω και φαντάζει σαν ψέμα!
…και οι πλατείες μας!
—————————
Περνούσαν τα χρόνια, γρήγορα, σαν το νερό που τρέχ’ σν κοπάνα, στ’ Βαρή και άλλαζαν τα πράματα. Τα βράδια με τα όργανα έγιναν δυο και μετά ένα κι αυτό με το ζόρι. Το πανηγύρι του Σεπτέμβρη σταμάτησαν να… λαλούν. Από κοντά, ήρθαν και θάνατοι που, σ’ ένα τόπο μικρό, σαν τον δικό μας, σήμαινε πένθος και αποχή από κάθε χαρά. Λίγο-πολύ, τα σόγια είναι μετρημένα και αν βάλεις και τα συμπεθεριάσματα, έλειπε πάνω απ’ το μισό χωριό. Σταμάτησαν και τον Δεκαπενταύγουστο τα κλαρίνα…
Λένε πως όταν κάτι το αφήνεις, σε αφήνει και αυτό. Έτσι έγινε κι εδώ. Πού όρεξη να ξεκινήσουν πάλι οι χοροί, οι μελωδίες, τα τραγούδια της τάβλας, τα μπεράτια; Ποιος θα το ξανάρχιζε; Καμιά φορά, μιλάνε για τα παιδιά απαξιωτικά, ότι τάχα δεν ξέρουν ή πως πρέπει να ακούν μονάχα, χωρίς να παίρνουν θέση. Η γενιά η δικιά μου, αυτών που είναι ανάμεσα στα 30 με 40, πλέον, άρχισε να ξεμακραίνει… όντας κοντά! Μαζευόμασταν σαν μεγάλη παρέα, 40 και 50 ατόμων, διαφόρων ηλικιών και χωρίς το παραδοσιακό ερέθισμα στο χωριό, φεύγαμε για άλλα, γειτονικά χωριά και γλέντια, κάνοντας… κατάληψη!
Περάσαμε αξέχαστε εποχές και νύχτες, ως το ξημέρωμα, με κρασί, με τραγούδι και χορό, στην Λάβδα, στο Πολυνέρι, στους Φιλιππαίους και στα βλαχοχώρια, στη Αβδέλα, στο Περιβόλι και στο… εξοχικό μας, την Σμίξη! Από όλα αυτά κερδίζεις και μαθαίνεις. Κάναμε φίλους καινούργιους, μάθαμε να πηγαίνουμε και να γυρνάμε μαζί, κομβόι ολόκληρο, μα κάτι μας έτρωγε τα σκώτια. Ξενιτευόμασταν απ’ τον τόπο που ερχόμασταν για τις (λίγες πια) διακοπές…
Ένα χάραμα, απ’ τα πολλά, γυρίσαμε από γλέντι, βάλαμε, στην διαπασών, στα ηχεία ενός αυτοκινήτου, μπεράτια και χορεύαμε όλοι μαζί, στην πλατεία! Χορεύαμε, τραγουδούσαμε, αγκαλιαζόμασταν, βουρκώναμε, κλαίγαμε… Αρκετοί χωριανοί ξύπνησαν και προς μεγάλη μας έκπληξη, αντί να μας κάνουν παρατήρηση για τα χαταλίκια μας, μας έφεραν πρωινό και μπύρες!!!
Την επόμενη χρονιά, σαν να είχαμε κάνει τον όρκο, μεταξύ μας, απ’ αυτούς που δίνονται σιωπηρά, αλλά έχουν μεγάλη αξία, κάναμε ένα μίνι συμβούλιο και αποφασίσαμε: ” Θα κάνουμε πανηγύρι! Θα ξαναζωντανέψει ο τόπος! “. Μαζέψαμε καρέκλες και τραπέζια, απ’ τα σπίτια, εγκαταστήσαμε, πρόχειρα, ηχεία, βρήκαμε και λίγες μπύρες και ρετσίνες και ξεκινήσαμε! Δεν έγινε και τίποτα το φαντασμαγορικό, αφού εμείς τραγουδήσαμε, παριστάνοντας τους καλλιτέχνες, ενώ η λοιπή ορχήστρα αποτελούνταν από δύο(!) άτομα, Τουσιώτες (Αλατοπετρίτες, ντε!) απ’ τον Σωκράτη, με τον νταϊρέ και τον Βασίλη τον “παράδεισο”, να παίζει κλαρίνο και βιολί, εναλλάξ! Έτσι πέρασαν δυο-τρία χρόνια, μεταβατικά. Εμείς κι εμείς, αναμεταξύ μας, που λένε και τα έσοδα της πρώτης χρονιάς να πληρώνουν το τραπέζι μας στην Σμίξη. Είχε γίνει η αρχή, το… σμίξιμό το δικό μας, καθώς “στα ιδανικά του κόσμου που γκρεμίστηκε, φέρναμε τα ιδανικά αυτού που γεννιόταν”!
Κοιτάζοντας το βίντεο, χαμογελάω και νοιώθω υπέροχα για εκείνη μας την απόφαση. Σε διάφορες κουβέντες, μεγαλύτερων, εκείνες τις δυο-τρεις χρονιές της δικιάς μας πλατείας, με τις κοινωνικοπολιτικές της ζυμώσεις (!), αποφασίστηκε να επανιδρυθεί ο Σύλλογος. Αυτός είναι εγώ κι εσύ, εμείς και αυτοί, οι χωριανοί και οι φίλοι, με οδηγό την Παναγιά, τα Ιερά και τα Όσιά μας. Αυτός καθιέρωσε το αντάμωμα, που γίνεται βήμα-βήμα θεσμός, ξανά. Αυτός έδωσε πνοή και ξέθαψε απ’ τις στάχτες το “μικρό το πανηγύρι”, του Σεπτέμβρη.
Ζώντας το, πριν από δυο χρόνια, είδα πως έχει, πλέον, άλλη οντότητα και άλλο χρώμα, καλύτερο απ’ το παλιό, κάνοντάς το ολοήμερο, αφού ξεκινάει μετά την Λειτουργία, με βίζιτα σε όλα τα σπίτια, μαζί με τα όργανα, παλιακά κάπως, με λουκούμια, στραγάλια και τσίπουρα και καταλήγει στην πλατεία, κάνοντάς σε συμμέτοχο, όπως τότε, που ήσουν παιδί και αναζητητή τραγουδιών άγνωστων, σαν τα “Καράβια τα Ζαγοριανά”, που κίνησαν και που δεν θες να σταματήσουν να… πηγαίνουν, όταν τ’ ακούς απ’ την Αλπινίκη και τον Γιώργο τον Τσιόλια!
Θυμήθηκα το τι καταφέρνει μια παρέα παιδιών, μαζί με μεγαλύτερους που ξέρουν να διαβάζουν τις ανάγκες, όταν, πριν από ένα χρόνο, περίπου, ο σπάνιος μουσικός, που λέγεται Θανάσης Παπακωνσταντίνου, με αφορμή την τότε απόπειρα της Πολιτείας να κλείσει το Τμήμα Λαϊκής και Παραδοσιακής μουσικής των Τ.Ε.Ι. Άρτας, είπε τα εξής:
” Χρησιμοποιήστε την αρχέγονη φλόγα της μουσικής κι ανάψτε μια φωτιά στη μέση, να ‘ρθουν να ζεστάνουν τα χέρια τους οι παγωμένοι”!
Τέτοια μηνύματα είναι και δικιά μας πυξίδα, δικό μας οξυγόνο για να αναπνέουν τα έθιμα και οι παραδόσεις μας!
ΥΓ Κάποτε, στα “πέτρινα χρόνια”, ο Λάκης ο Τσίρος, ο μερακλής, κάλεσε μόνος του μια ορχήστρα, για να παίζει ως το πρωί, στο καφενείο του Τάκη. Σε βράδια σαν εκείνα, μα και σε άλλα, σαν αυτό που βρεθήκαμε στις 8 Σεπτέμβρη του 1997, μόλις έξι άτομα, με πολύ τσίπουρο και τραγούδι, στον ίδιο χώρο, είναι αφιερωμένες οι παραπάνω μνήμες!
ΥΓ 2 Ακούγωντας (σαν τα παλιά πανηγύρια), με παλιό βιολί, από Βαγγελάκο… Γρεβενιώτικα Τραγούδια [Πανάγιω] – YouTube
Καλό καλοκαίρι και καλή αντάμωση!
ΘουΒου