Τα καλοκαίρια μας μικρά κι ατέλειωτοι χειμώνες…
Η μέρα μετά και η μέρα πριν…
Πάει καιρός από τότε που τέλειωσα το σχολειό. Χρόνια ολόκληρα, που φαντάζουν σαν μια μέρα. Σαν χτες ήταν που έκλειναν τα σχολεία για καλοκαίρι και την επόμενη κιόλας μέρα μας ανέβαζε ο πατέρας μου στο χωριό, μαζί με τον παππού και την γιαγιά. Μια μέρα πριν ανοίξουν μας κατέβαζε πίσω, ξανά, στην πόλη εκεί που, με το περνούσες τα διόδια των Μαλγάρων, σου ερχότανε η έντονη μυρωδιά των βυρσοδεψείων, η ζέστη του καυσαερίου και δεν περνούσαν παρά μονάχα λίγα λεπτά, μέχρι να μην σε ενοχλούν και να σου πει η φωνή μέσα σου: “Θα τα συνηθίσεις, έτσι θα πάει ο χειμώνας” και συνήθιζες…Και βγήκε έτσι, με την ίδια επανάληψη το Δημοτικό και από κοντά το Γυμνάσιο και αργότερα το Λύκειο. Και πάντα υπήρχε η “μέρα μετά” και η “μέρα πριν”, μα στο ενδιάμεσο, μεσολαβούσε ένα καλοκαίρι τριών μηνών, περίπου! Ένα μεγάλο καλοκαίρι οξυγόνου…
Η παρέα…
Πέρασε ο καιρός, αργά νομίζαμε τότε, γρήγορα λέω τώρα. Γυρνάει πολλές φορές ο νους μου σε εκείνα τα καλοκαίρια, τα μεγάλα…
Παιχνίδια, σκαρφάλωμα στην “μουριά”, κάτω απ’ “την Εκκλησία”, “Προβάτα”, κοπάδια, πετροπόλεμος, ένα μαντήλι με ψωμί, τυρί, ντομάτα, σκόρδο και…βουρ για Κοζήλιο την μία, για Αλωνάκι την άλλη, για Καγκέλια την τρίτη! Έρχονταν και οι περισσότεροι στα τέλη Ιουλίου και γινόμασταν πολλοί! Γινόμασταν 20 και πιο μετά 30 και αργότερα 40 άτομα, αφού φέρναμε και φίλους, μεγαλώνοντας και αυτοί αγαπούσαν το Χωριό μας, μαζί με μας και γίνονταν ένα με την παρέα και δημιουργούνταν υποπαρέες, πηγαδάκια, κιθάρες, “Γκρόπστες” με φωτιές και αστέρια και δίναμε, χωρίς να το λέμε, ραντεβού για την άλλη χρονιά! Πρέπει να αφιερωθούν πολλές ώρες, να σκαλιστούν πολλές μνήμες και σιγά-σιγά, ίσως βγούνε κάποιες και τις θυμηθούμε αντάμα!
Μάθαμε, έτσι, να απολαμβάνουμε, βήμα-βήμα, τον τόπο και τα γλέντια και τα άλλα χωριά και τα πανηγύρια και τον έρωτα! Μάθαμε να συμβιώνουμε, να κουβεντιάζουμε, να μαλώνουμε, να διαφωνούμε, να τα ξαναβρίσκουμε, να γελάμε, να τραγουδάμε! Και έγιναν και υπερβολές (Αυτό έλλειπε, δα! “Έβραζε το αίμα”!) και στέριωσαν φιλίες και άλλες χάθηκαν, αφήνοντας την ανάμνησή τους και πήραμε τον δρόμο μας, λίγο-πολύ, όλοι και όλες.
Η ελπίδα…
Μου λείπουν πολύ τα καλοκαίρια εκείνα, τα μεγάλα, ξέρεις. Ακόμα περισσότερο τώρα, που κάθε χρόνο κάνω…αλχημείες με τις υποχρεώσεις, τις άδειες και τα ρεπό, για να “κλέψω” λίγες μέρες μυρωδιάς του τόπου και των αναμνήσεων, τώρα που έγιναν “τα καλοκαίρια μας μικρά”.
Δεν κλαίω για εκείνα τα χρόνια κι ας πέρασαν, κι ας έφυγαν. Δεν κλαίω για τον χρόνο που δεν γυρίζει πίσω, ούτε για τις αναμνήσεις. Φώλιασαν μέσα μου, βαθιά και είναι κομμάτι του εαυτού μου. Ούτε για την δύσκολη εποχή που μας ξημέρωσε κλαίω και αυτό θέλω κι από σένα, αν μπορείς.
Θα έρθει, στη ζωή σου, ο καιρός που θα φαντάζουν μικρά τα καλοκαίρια κι ατέλειωτοι οι χειμώνες, αλλά πάντα να θυμάσαι πως “η μυρωδιά των βυρσοδεψείων”, που έκλεισαν πια και το καυσαέριο της πόλης θα δίνουν τον χώρο τους στο “οξυγόνο των μεγάλων διακοπών του Χωριού” και “στο καθαρό νερό των αναμνήσεων”!
Πανοραμίξ