”Κουπατσαραίοι”
Ανάμεσα στο δάσος των μαυρόπευκων και τις βελανιδιές, βρίσκονται τα χωριά των Κουπατσαραίων που σχηματίζουν ένα δακτύλιο γύρω από τα Βλαχοχώρια. Είναι διασκορπισμένα περιμετρικά του Ορλιακα και κυρίως γύρω από την κοίτη του Βενέτικου που είναι ένας από τους σημαντικότερους βραχίονες του Αλιάκμονα.
Τα χωριά των Κοπατσάρων είναι τα ακόλουθα:ο Ζιάκας. το Κυπαρίσσι, το Παλαιοχώρι, η Καληράχη, το Τρίκωμο, οι Μαυραναίοι, Μαυρονόρος, το Κοσμάτι ,η Καλλονή, το Σπήλαιο, η Λάβδα, το Πολυνέρι, το Πανόραμα, η Αλατόπετρα, οι Φιλιππαίοι, το Μεσολούρι, το Δοτσικό, το Πρόσβορο, το Μέγαρο.
Μία από τις επικρατέστερες απόψεις για την ετυμολογική προέλευση του ονόματος Κουπατσάρης είναι πως προέρχεται από τη βλάχικη λέξη “κουπάτσιου” που σημαίνει βελανιδιά και ιδίως τα νεόφυτα γύρω από τον κύριο κορμό του δένδρου. Ίσως λοιπόν ονομάστηκαν έτσι, καθώς ζούσαν σε μία περιοχή όπου άλλοτε επικρατούσαν δάση βαλανιδιάς. Ωστόσο, υπάρχει και η άλλη άποψη, πως το όνομα προέρχεται από τη σλάβικη λέξη “κουπάτς” που σημαίνει σκαφτιάς-γεωργός και που ταιριάζει περισσότερο στους κατοίκους της περιοχής, καθώς οι περισσότεροι ήταν γεωργοί.
Οι Κουπατσαραίοι ήταν ανέκαθεν όλοι Ελληνόφωνοι. Γνωρίζουν όμως και μερικές βλάχικες λέξεις λόγω της επικοινωνίας τους με τους βλαχόφωνους κατοίκους των υψηλότερων χωριών της Πίνδου.
Οι Κοπατσάροι σε καμία επιμειξία δεν έρχονταν με τους χασιώτες (η τους πρόσφυγες αργότερα),που τους χώριζε ο Βενέτικος ποταμός, αλλά σε σπάνιες περιπτώσεις μόνο με τους γείτονες Βλάχους. Ως γνωστόν, ήταν πολύ κλειστές οι κοινωνίες των χωριών.
Η ενδυμασία τους ήταν ένας ενδιάμεσος τύπος από χασιώτικα και βλάχικα στοιχεία. Στις ανδρικές ενδυμασίες κυριαρχούσε η φουστανέλα ή η μάλλινη πλατιά περισκελίδα, η λεγόμενη μπουραζάνα.
Ασκούσαν, κυρίως, τα επαγγέλματα του κτηνοτρόφου, του αγωγέα (κιρατζή)και λιγότερο του γεωργού. Μεταξύ των κουπατσαραίων υπάρχουν και πολλοί κτίστες, σαματοποιοί (σαμαράδες), ξυλουργοί, τσαρουχοποιοί, ράπτες εγχωρίων ενδυμάτων κ.λ.π. Από το 17ο αιώνα έλκονται από τις προοπτικές που δίνει η ενιαία μορφή της Βαλκανικής και γίνονται ονομαστοί αγωγιάτες που διασχίζουν από άκρη σε άκρη τη χερσόνησο, μεταφέροντας τα προϊόντα των Βλάχων στον κάμπο και ανεβάζοντας στην επιστροφή τα είδη που έλειπαν από το βουνό, βιοτεχνικά αγαθά, λάδι και το αλάτι. Οι δραστήριοι αυτοί ορεσίβιοι διατηρούσαν άριστες σχέσεις τόσο με τους βλαχόφωνους πληθυσμούς που ζούσαν στα ψηλότερα μέρη της Πίνδου όσο και με τους Έλληνες του κάμπου.
Οι Κουπατσαραίοι, όπως περιγράφονται από τους περιηγητές, είναι υψηλόσωμοι, ευφυείς, ηρωικοί, ρωμαλέοι, ισχυροί και πατριωτικότατοι σε αισθήματα.
Πάντοτε αντέδρασαν ενεργώς κατά του Τούρκικου ζυγού. Ουδέποτε δέχτηκαν ησύχως την τουρκική επιβολή και πάντα έπαιρναν μέρος στις Ελληνικές εξεγέρσεις είτε ως άτομα είτε ως ομάδες. Και στην επανάσταση του 1821 δεν έμεινε αμέτοχο το Δοτσικό. Όλη η περιοχή ανήκε στο αρματολίκι των Γρεβενών. Είχαν σχηματιστεί ένοπλα σώματα, για να χτυπήσουν τον κατακτητή, ενώ τα γυναικόπαιδα, όπως λένε διάφορες ”ενθυμήσεις”, είχαν εγκαταλείψει το χωριό και έμειναν στα σπήλαια και στα δάση. Στους Κοπατσάρους οφείλεται και η κατά το έτος 1854 επανάσταση των χωριών των Γρεβενών, της οποίας αρχηγός ήταν ο καταγόμενος από το χωριό Ζιάκας (Τίστα) οπλαρχηγός Θ.Ζιάκας και στην οποία έλαβαν μέρος, κατά την παράδοση, πενήντα παλικάρια, από το Δοτσικό.
Κατά την επανάσταση αυτή, για πολλές μέρες αγωνίστηκαν γενναία οι Κοπατσάροι, κλεισμένοι στην Ιστορική Μονή της Παναγίας του Σπηλαίου. Από τους Κοπατσαραίους αναδείχτηκαν και πολλοί οπλαρχηγοί, όπως διαπιστώθηκε αργότερα και κατά τον Μακεδονικό Αγώνα.