April 30, 2016
(“Τώρα είναι Μάης και Άνοιξη”, Πανόραμα Γρεβενών)
Τα χρόνια εκείνα, όχι πολύ πολύ παλιά, αλλά πιο κοντά απ’ ότι θαρρείτε, η Μεγαλοβδόμαδα και η Πασχαλιά ήταν για όλο το χωριό περίοδος προσευχής, συμπαράστασης στου Χριστού τα Πάθη, πένθιμη ελπίδα για την Ανάσταση που θα ‘ρχονταν. Παιδιά εμείς, ερχόμασταν απ’ του Λαζάρου το Σάββατο ή την Κυριακή των Βαΐων και κάθομάσταν δυο βδομάδες, γεμάτες, μέχρι να ξανανοίξουν τα Σχολειά και είχε αντάμωμα με τους φίλους και παιχνίδι και σχέδια για το καλοκαίρι που θα ‘ρχονταν, αλλά και συμμετοχή στο Θείο δράμα. Δεν αρταίνομάσταν και ακολουθούσαμε την ζωή, την καθημερινότητα των γονιών και των παππούδων μας, για να μας γίνει βίωμα, συνήθεια η ιερή μυσταγωγία.
Ειδικά οι μέρες απ’ την Μεγάλη Τετάρτη ως την Μεγάλη Παρασκευή ήταν μέρες πένθους, σιωπής και μαζί με τους ανθρώπους σιωπούσε και η φύση, θαρρείς, χαμήλωνε και αυτή, άλλοτε με συννεφιά, άλλη φορά με βροχή, για να συμμετέχει, για να μας δείξει τον δρόμο. Μπαίναμε στην Εκκλησιά του χωριού το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής, να προσκυνήσουμε τον επιτάφιο, να περάσουμε σταυρωτά, τρεις φορές, από κάτω και ήταν εκεί, καθιστές, μαυροφορεμένες, όλες οι γυναίκες του χωριού. Η γιαγιά η Σουλτάνα, η γιαγιά η Κώτσινα, η μπάμπω η Χάιδω, η Δέσπω τ’ Τσόλια, η θεία η Ρήνα τ’ μπαρμπα Βαγγέλ’, η Λενάκου, η θείτσα η Μαρίτσα τ’ Τσίρου, η θεία η Σταυρούλα, η παπαδιά, η γιαγιά η Δέσπω , η Κατσάναινα, η θεία η Γεωργία, η θεία η Θούλη,η γιαγιά η Κωσταντινιά. Όλες θείες και γιαγιάδες μας, έτσι μάθαμε από μωρά παιδιά, εμείς!
Μας έδιναν συμβουλές και ευχές, μπερδεμένες και καμιά καραμέλα, μέρα που είναι, να γλυκαθεί η παιδική ψυχή, που ήξερε πρώτη απ’ όλες πως η Ανάσταση έρχονταν και θα ‘ρχεται πάντα, θα ακολουθεί την Στάυρωση. Φρόντιζαν οι ίδιες γυναίκες και μας έπαιρναν σε κάθε κηδεία, κάθε χωριανού και μάθαμε να μην τον φοβόμαστε τον θάνατο, να κλαίμε την απώλεια, να τραγουδάμε τον αποχαιρετισμό, μα και να στεκόμαστε απέναντί του, με ψηλά το κεφάλι, με ελπίδα που πήγαζε απ’ τις Μεγάλες μας Παρασκευές!
(Η “προβάτα” τ’ “Κατσαρού”, απ’ τ’ Γκρόπστα)
Το Μεγάλο Σάββατο, το πρωί, ήταν μέρα προσμονής για μας. Όλοι οι άντρες του χωριού και μεις από κοντά, ανταμώνονταν στην “Προβάτα”, τ’ μπαρμπα Νίκου, τ’ “Κατσαρού”, τ’ “Λαλόκα” που λέμε. Δεν γνώρισα στην ζωή μου άλλον άνθρωπο τόσο “ζυμωμένο” με τα πρόβατα, σαν τον μπαρμπα Νίκο και τη γυναίκα του, την θεία την Σοφία. Η αλήθεια είναι πως όλοι οι τζομπαναραίοι του τότε, ο Γάκης, ο Λάζος, ο Νίκος ο “Κούρκουλας”, ο “Μολύβας”, ο “Γκουντέλας”,ο Θοδωράκης ο Μπαρλαγιάννης, ο μόνος που απόμκε να βοσκάει στο χωριό και οι γυναίκες τους, αντάμα, ήταν άνθρωποι σαν τον θείο τον Νίκο και την θεία Σοφία, αλλά έρχονταν λιγάκι αργότερα απ’ τα χειμαδιά και τότε, σαν παιδιά, κρατούσαμε την εικόνα που βλέπαμε.
Έκοβε τ’ αρνιά ο θείος ο Νίκος και εκεί μαθαίναμε και μεις πως η “μπέλα η προβατίνα” έχει άσπρο το χρώμα γύρω απ’ τα μάτια, η “μπούτσκα” το έχει καφέ και η “κάλεσια” μαύρο! Εκεί ακούγαμε ιστορίες για τους παλιούς, τους προπαππούδες και τις προγιαγιάδες μας και την καθημερινότητα και τις γιορτές και τα ήθη και τα έθιμά τους. Εκεί έγδερναν και εμείς κοιτούσαμε την προστούρα και τα γλυκάδια και τα έντερα που θα γίνονταν μαγειρίτσα και μαθαίναμε τον κύκλο της ζωής, μέσα στην…σφαγή των αμνών! Έδιναν ευχές, με κανένα τσίπουρο ανακατεμένες και εύχονταν για την βραδινή Ανάσταση, όπου θ’ ανταμώνονταν όλοι.
Κι έρχονταν το βράδυ και βαρούσε η καμπάνα και δεν αρχινούσε η Λειτουργία η Αναστάσιμη αν δεν έρχονταν όλοι. “Κάτσε παπά, δεν ήρθαν ακόμα η Σοφία και ο Νίκος, ήταν όλη μέρα με τα ζωντανά, περίμενε”.
Είναι μια ιστορία, παλιά, που λέει για έναν τσομπάνο που, έτσι όπως ήταν με τα ζώα όλη μέρα, πήγαινε στην Εκκλησία στις μεγάλες γιορτές, τα Χριστούγεννα και το Πάσχα. Μια χρονιά, λοιπόν, πριν το “Χριστός Ανέστη”, μπαίνοντας στον ναό, είδε πως όλοι οι χωριανοί φορούσαν σαμάρια τς πλάτες και έφυγε, γύρισε σπίτι, έβγαλε το σαμάρι απ’ το γομάρι, το φόρεσε και γύρισε πίσω. Ο κόσμος, μόλις τον είδε, άρχισε να μουρμουράει. Βγήκε ο παπάς απ’ το Ιερό και έκανε παρατήρηση να κάνουν όλοι ησυχία και ένας χωριανός του είπε το χαμπέρι και βλέποντας τον τζομπάνο, τον κάλεσε κοντά του.
“Τι κανς αυτού, πιδί μ’; Γιατί φοράς το σαμάρ’;”, του είπε.
“Μα, παπά μ’, όλοι έχουν από ένα σαμάρ’ φορεμένο τς πλάτες και εσύ έχς δυο…”, απάντησε αυτός.
Γύρισε, με βουρκωμένα μάτια, ο παπάς και είπε στον κόσμο να γονατίσουν και να προσευχηθούν και να κάνουν διπλή προσευχή γι’ αυτόν, γιατί τα μάτια της ψυχής αυτού του καθαρού ανθρώπου, που έμαθε να ζει με τα στοιχειά της φύσης και να έχει φίλους τα αρνιά, τα σκυλιά και τα ζλάπια, είδαν την αλήθεια και έτσι ταπεινώθηκε, λέει, όλο το χωριό και ζήτησε συγχώρεση ο ένας απ’ τον άλλο και όλοι μαζί απ’ τον Χριστό, απ’ του Θεού τον αμνό και ήρθε η Ανάσταση!
(Η Γέννηση της Θεοτόκου, στο Πανόραμα Γρεβενών)
Ευχές σε όλους τους χωριανούς και τους φίλους και τις οικογένειές σας, όπου κι αν είστε!
Ευλογημένη Ανάσταση, με μνήμες, με βιώματα, με μουσικές…
Πανοραμίξ..
TAGS