Παλιός καπνός
Πάω, να δω τον τόπο ακόμα μια φορά…
Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε. Για την ακρίβεια, εικοσιτέσσερα. Ακόμα δεν έχω καταλάβει επακριβώς, αν και προφανώς θα μου το έχει εξηγήσει κάμποσες φορές, το πώς βρέθηκε εκείνο το καλοκαίρι μόνος του στο χωριό ο Κώστας. Κάτι που το ζητάει η κάθε παρέα, έγινε πραγματικότητα. Ένας φίλος “μόνος στο σπίτι” και έχοντας την κουλτούρα της ανοιχτής πόρτας για όλους. Όσοι πιστοί προσέλθετε, για τάβλι, σκάκι, χαρτιά, καφέ, αρκεί να συμμαζεύετε. Τότε γνωριστήκαμε, στην ουσία ή μάλλον τότε “τρανεύαμε” καθώς, πέρα απ’ το μπάσκετ, την μπάλα, τα σκαρφαλώματα στην μουριά και τις βόλτες στο Κοζήλιο, βρήκαμε έναν χώρο “δικό μας” και σε αυτόν είχαμε κουβέντα για διάφορα θέματα, σοβαρότερα, μακριά από αδιάκριτα βλέμματα, όποια ώρα της μέρας ή της νύχτας επιθυμούσαμε. Καλά, μην φανταστείτε πως έγιναν τίποτα υπερβολές αλλά, ως έφηβοι οι περισσότεροι, θέλαμε λιγάκι απομόνωση, να ακούγεται ρε φίλε στο τέρμα η κασέτα (!) με τους Roxette, τους Scorpions, τους Metallica και το Johny b, με τον Γιάννη να στοχάζεται στο πουθενά, σε κάθε άκουσμά του!
Έχω, ακόμα, όλους αυτούς τους ήχους σας στ’ αυτιά μου…
Εκείνο το καλοκαίρι, του 1992, συνδυάστηκε με την Ολυμπιάδα της Βαρκελώνης, που έγινε απ’ τις 25 Ιουλίου ως τις 9 Αυγούστου, με την Βούλα Πατουλίδου να κάνει το απίθανο και να την ακολουθεί ο Πύρρος Δήμας. Πανηγυρίζαμε κι εμείς, στο πουθενά και μας κοιτούσαν σαν χαζοί οι χωριανοί που έπαιζαν πρέφα, βίδα και μπουρλότ στο καφενείο του Τάκη. Στο όριο του παιδιού με τον έφηβο, τα πρώτα καρδιοχτύπια, “οι Γκρόπστες” που έγιναν θεσμός και έμειναν στην ιστορία, φωτιές που ζητούσαν διηγήσεις, κιθάρες, τραγούδια, για να μένουν αναμμένες. Φωτιές, στο κιόσκι το παλιό, το…πέρα, που τις φουντώναμε ως το πρωί και που τις σβήναμε μονάχα για να δούμε “ανατολές”! Σαν άλλοι Απάτσι, στέλναμε τον καπνό όσο πιο ψηλά μπορούσαμε, να μας δουν τα στοιχειά της φύσης, να ‘ρθούν να κάτσουν μαζί μας, ν’ ακούσουν καμιά ιστορία τρόμου, μπας και λαχταρήσουν κι αυτά, να ηρεμήσουν με τους ήχους του Σιδηρόπουλου, του “House of rising sun”, με τις παραλλαγές του και του “Temple of the king”, γρατζουνώντας την κιθάρα, κοντά στον δικό μας “θρόνο”, αυτόν που σχημάτιζαν δυο πέτρες και αν καθόσουν εκεί έβλεπες το “ασπράδι των ματιών” απ’ τους Πολυνερίτες! Τόσο κοντά, τόσο ψηλά, τόσο μακριά…
Πέρασαν τα χρόνια. Έξι + 1 Ολυμπιάδες πίσω είναι πολλές, όσο και να πεις. Τέσσερις έξι…εικοσιτέσσερα. Γκρεμίστηκε ο “θρόνος” και το πέρα κιόσκι, , δεν έχει νερό η βρύση στην Γκρόπστα, τα όργανα δεν παίζουν “στα σκέτα”, όπως τότε, ο παλιός ο πλάτανος της πλατείας κόπηκε και μπήκε ένας μικρούλης προσμένοντας να μεγαλώσει με τα χρόνια, ο Τάκης το ‘κλεισε το μαγαζί, έκατσε, κατέβηκε ο παλιός καπνός απ’ τις φωτιές. Τι σημασία έχει; Δημιουργήσαμε την δικιά μας κουλτούρα, την δικιά μας, μεγάλη, παρέα, ζήσαμε τις δικές μας βραδιές, εκείνες τις αξέχαστες και θα μας συντροφεύουν για πάντα και θα ζωντανεύουν, σε μια εικόνα, σε μια κουβέντα, σε ένα άκουσμα…
Κι όμως, αυτό είναι το μέρος που ανήκω, εδώ βρίσκω λίγο χρόνο να μένω μόνος, στο καινούριο “σπίτι” που κάναμε, στο Σχολείο. Εκεί ανεβαίνω στην σκηνή της μνήμης μου και ο τόπος φαίνεται, ακόμα, ζωντανός, ίσως και περισσότερο από τότε, καθώς γεμίζει πιτσιρίκια το χωριό! Έχω τους ήχους της παλιάς εποχής να μου κρατάνε συντροφιά, μπερδεμένοι με καινούργιους και να κάνω σχέδια, να κουβεντιάζω με τα παιδιά το πώς θα γίνει να στήσουμε πάλι το… πέρα κιόσκι για τους νεότερους, για να ταξιδεύουν στους γαλαξίες που πήγαμε εμείς και να μας περάσουν στο μέτρημα από πεφταστέρια. Να στήνουμε κανένα ψηστήρι, να λέμε κανένα παλιό τραγούδι, να συμμετέχουμε, όπως και όσο μπορεί ο καθένας και η καθεμιά, να αλλάζουμε, αλλά να…ζούμε!
Να, γράφοντας αυτό το κειμενάκι, αυτό το τραγούδι “του τότε” είχα κατά νου, έξι Ολυμπιάδες μετά:
Καλή αντάμωση!
Πανοραμίξ…
TAGS