Απόψε τα μεσάνυχτα
Έξω είχε ήλιο και ζέστη, αλλά μέσα μου κρύωνα…
Περίεργος καιρός για την εποχή, για τέλος του χρόνου, ακόμα και για την Θεσσαλονίκη.Ήταν Δεκέμβρης του 2013, το panorama-grevena.gr ήταν δύο μηνών, κάνοντας τα πρώτα του βήματα κι εγώ βρισκόμουν σε σταυροδρόμι κρίσιμων αποφάσεων. Είχα ανάγκη να απομακρυνθώ απ’ τα συνηθισμένα, τα καθημερινά, να αποσυνδεθώ απ’ τους τόπους κοινωνικής δικτύωσης, να επισκεφτώ άλλους, ήρεμους και ν’ ακούσω την συμβουλή που δίνει η σιωπή τους, μέρη που κυλάν οι μνήμες και τα αίματά μου, είχα ανάγκη να ξαναγεννηθώ. Ταίριαξα τις άδειες με τέτοιο τρόπο που, ξεκινώντας ένα μοναχικό ταξίδι, έπιασα κατά σειρά Καβάλα, Λάρισα, βλέποντας αγαπημένα πρόσωπα και κατέληξα στο χωριό, στις 20 Δεκέμβρη. Έφτασα μέρα, για να έχω μπροστά μου ώρα να τακτοποιηθώ και να ζεστάνω το σπίτι, με καλοριφέρ και τζάκι. Κρύο αρκετό, αλλά με το κατάλληλο ντύσιμο, με γάντια και σκούφο, θα μπορούσα να απολαύσω μια βόλτα, για όσο θα κρατούσε το φως της μέρας.
Στις 21 Δεκέμβρη έχουμε το “χειμερινό ηλιοστάσιο”, το φαινόμενο του οποίου δεν θα επιχειρήσω να αναλύσω επιστημονικά, αφήνοντας να το κάνει κάποιος ειδικότερος. Αξιοσημείωτο, όμως, για την μέρα αυτή είναι πως είναι τόσο μικρή που, να φανταστείς, ο ήλιος ξημερώνει απ’ τ’ Λάβδα και πέφτ’ κοντά στ’ Βαρή και αριστερά, κοιτάζοντας το Κοζήλιο! Απίστευτα μικρή διαδρομή, που κράτησε περίπου απ’ τις 07:30 ως τις 17:00 και που αξίζει να την βιώσει κάποιος. Είχα περάσει την 20η Δεκέμβρη με λίγες δουλειές, τακτοποίηση και διάβασμα, κοιμήθηκα με τις κότες, γύρω στις 9 το βράδυ και ξύπνησα κατά τις 6 το πρωί, ζώντας όλη την (σύντομη) διαδρομή του ήλιου, που ανέφερα. Έκανα έναν ζεστό καφέ και τον απόλαυσα με χειμερινό οξυγόνο της Πίνδου, ντύθηκα αρκετά καλά, πήρα μια κλούτσα, λίγο ψωμί και ένα όπλο (καλού κακού) και περιηγήθηκα για ώρες μέσα και γύρω απ’ το χωριό. Αυτό με το ψωμί μου είχε μείνει απ’ τον παππού μου, που μας έδινε συμβουλή να έχουμε πάντα μαζί, να πετάμε λίγο στα σκυλιά, σαν ένδειξη φιλίας, μη μας κόψουν!
Πήγα κατν Οξιά, ήπια νερό που έτρεχε μπόλικο απ’ την βρύση την παλιά, γύρσα σντ Πάλνα, ανέβηκα στο Αλωνάκι, έκατσα και εκεί, σ’ ντ κοπάνα και ήπια κι άλλο νερό, δεν χόρταινα, περπάτησα τ’ βλαχόστρατα, την παλιά, από εκεί που κατέβαζαν πεζοί τα βλάχικα κοπάδια στα χειμαδιά οι τζομπαναραίοι και έκαναν μέρες στην στράτα, βγήκα στα Μουρίζια. Έκατσα να ξαποστάσω στον Σταμάτη, με έναν καφέ και πήρα τον κατήφορο, αργά, εξερευνώντας κάθε σπιθαμή γης, που φαίνεται διαφορετική τέτοια εποχή. Απ’ το Σέλωμα, το σύνορο με την Σμίξη, έφτασα στο Γκεφυράκι, λίγο παρακάτ’ σ’ τς Μπάμπους το πηγάδ’, κατέβηκα στην Κρανιά. Ο δρόμος μ’ έβγαλε στο Μζάκι, στ’ Βροσύρα, στς Γκορτσοπούλες, στο χωριό, στην Πλατεία, στην Εκκλησία, στην Γκρόπστα. Περπάτησα, σταμάτησα, φωτογράφισα, ήπια κρύο νερό, έφαγα λίγο ψωμί, τυρί, σκόρδο και ντομάτα, μύρισα την παγωμένη γη. Άλλη η μυρωδιά της απ’ αυτή της Άνοιξης, διαφορετική αυτή του Καλοκαιριού, άλλη αυτή του Φθινοπώρου. Σαφής διαχωρισμός των εποχών!
Πριν τις πέντε είχα γυρίσει σπίτι. Φυσούσε ένας αέρας κρύος, είχε πέσει ο ήλιος και σκοτείνιασε, νύχτωσε. Έκατσα για λίγο στο μπαλκόνι, να κάνω ένα τσιγάρο και σκεφτόμουν διάφορα. “Η ηρεμία και η ησυχία των βουνών με αγριεύει και ένα κομμάτι μου ζητά να ηρεμήσει γυρνώντας στην ένταση και την φασαρία των αγρίων την πόλης”, γέλασα μόνος μου! Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα θυμήθηκα ένα αγαπημένο τραγούδι. “Απόψε τα μεσάνυχτα, με δυο-τρεις ώρες νύχτα…”. Σήμερα η νύχτα θα είχε μεγάλη διάρκεια, την μεγαλύτερη του χρόνου. Η μέρα που ξημέρωνε ήταν η 22 Δεκεμβρίου, γιορτή της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολύτριας. Μου ήρθε ξανά στο νου το τραγούδι και ο στίχος του: “…ξύπνα καημένη Αναστασιά, ξύπνα και μην κοιμάσαι”! Γιόρταζε και αυτή η γυναίκα που τραγουδήθηκε απ’ την δημοτική παράδοση.
Πήγα να πέσω στο γιατάκι.
Έξω φυσούσε και χιόνιζε… μέσα μου είχα ζεστασιά!
Ακούγοντας βιολί γρεβενιώτικο και…
Απόψε τα μεσάνυχτα!! (Σάκης Φασούλας-βιολί) – YouTube
Πανοραμίξ…
TAGS