κριτσάει: τρίζει, βροντάει
κουκλώνω: κουκουλώνω
κερατζής: πραματευτής/έμπορας/μεταφορέας αλλοτινής εποχής που γυρνούσε από χωριό σε χωριό, συνήθως σε ομάδες
κινώ: ξεκινώ
κακιώνω: θυμώνω
κραίνω: μιλάω (Προστακτική “κρίνε”. Χαρακτηριστική έκφραση παππούδων/γιαγιάδων σε ζημιά που κάναμε, πιτσιρικάδες και δεν μιλούσαμε: “Τι δεν κραινς; Μουτάθκες ντιπ;”!…για “μούτος”, βλέπε στο Μ)
κονάκι: μέρος ξεκούρασης (και κρεβάτι)
κάλεσια (για προβατίνες): αυτή που έχει μαύρο χρώμα γύρω απ’ τα μάτια
κοράσιο: κορίτσι
καταή: κάτω (στην γη)
καθαρνώ: καθαρίζω
κλιάμα: κλάμα
κλαρί: κλωνάρι, κλαδί
κουκόσιες: καρύδια
κλωσαριά: κλώσα
κόχη: η γωνία δίπλα στο τζάκι, θέση τιμητική, για τους μεγαλύτερους του σπιτιού (*Κάποτε και θα ‘ναι κοντά 25 χρόνια πίσω, είπε ο παπα-Θύμιος, ο σχωρεμένος και το θυμάμαι ακόμα: “Χάλασε ο κόσμος, Κώτσο. Δεν κάθεται ο γέρος σν κόχη”!)
κλώθω: γυρνάω (συνήθως αντικείμενο)
κούτσκος: μικρός
κούτσιαλος:…κούτσκος!
κείθε: από εκεί μεριά
καναρχώ: τραγουδάω νουμπέτι (βλέπε στο “Ν”), με αργή, τρεμάμενη φωνή
κουρνιαχτός: σκόνη
κλουκουρνάω: κουρεύω τα πρόβατα, στον…κώλο!
κουσάφια: ξερά δαμάσκηνα
κριματίζομαι: αμαρτάνω (παίρνω το κρίμα-αμαρτία)
καρπός: φαγητό για τα ζωντανά
κούτκας: το πίσω μέρος του κεφαλιού
κλαπατσίμπαλα: αντικείμενα, όργανα
καρτερώ: περιμένω
κλούτσα: γκλίτσα
κοπρά: κοπριά
κέδρο: κοντός θάμνος
κουρκουτόμυαλος ή κουρκούτας: χαζός, βλάκας
καρδάρι: δοχείο για το γάλα, λίγο μεγαλύτερο απ’ το γκιούμι
κλουριάζομαι: μαζεύομαι, κουλουριάζομαι
κατράμι; μαύρο, πίσσα
κουμπούρι: όπλο
κουμπούρας: χαζός ανόητος (*”Ντιπ κουμπούρα το ‘χτε”)
καργιά: καρυδιά
κλω: κλείνω
κουμπλιά/κούμπλο: δαμασκηνιά/δαμάσκηνο
κλώστης; πλάστης
κουκουιάβα: κουκουβάγια
κλειδωνιά: κλειδαριά
κρακώνομαι: πιάνομαι (π.χ. από την μέση μου) (*”Κρακώθκα καταή”!)
κουρκούτι: είδος χυλού
κάπα: ρούχο για τον τζομπάνο, πανωφόρι (για να ζεσταίνεται)
κατώι: υπόγειο
κιουτεύω: φοβάμαι
κράζω: φωνάζω
κακάβι: μικρό, τσίγγινο δοχείο για γάλα ή φαγητό
κατεχνιά: αντάρα, ομίχλη
κιπρί: μεγάλο κουδούνι (που φοράει, συνήθως το γκισέμι)
κρανιά: είδος δέντρου