πρωιέυομαι: παίρνω πρωινό
πόλκα:χωρίστρα, (συν) φότσα
προκωμένος: προοδευμένος, πολύ καλός
πασαπόρτι: σημείωμα, (κυρ) διαβατήριο (passport!)
παρατόρσα:φεύγω από μια κατάσταση που μου προκαλεί δυσαρέσκεια
παϊαίνουμε: Πηγαίνουμε
παράδες: χρήματα
παγάλια: “περίμενε να δεις πρώτα”
πλάστης: ξύλο για άπλωμα φύλων για την πίτα, (συν)κλώστης
πετσί: πέτσα
πιρίνγκ: πηρούνι
προσάναμα: λεπτό ξύλο για άναμμα φωτιάς
πλατς (ο): πλάτη
πιτώρια: προηγουμένως, νωρίτερα
πατλιά: μια σταλιά
παταριά: μπάτσο, χαστούκι
παταριέμαι: χτυπιέμαι από δω κι από κει (παταρνώ)
παντρά: ο γάμος
πρασιά: αυλή
πρωτευουσιάνος: αυτός που είναι από μεγάλη πόλη
πέτουρα: τριμμένα φύλλα από ζυμάρι
πραστιά: δωμάτιο
προυτσιαλνιούνται (τα γίδια): ζευγαρώνουν
παρτάλας: τσαπατσούλης
πλαλώ: τριγυρνώ, γκιζερώ
προυζιούτου: η κρυουλιάρα
παρέκια: πιο πέρα