αστοχώ: ξεχνώ, λησμονώ (π.χ. τ’ αστό’ι’σα!)
αληχτώ ή ληχτώ: γαυγίζω
αρίχνουμαι: ορμώ, επιτίθομαι
αρίχνουμαι: ορμώ, επιτίθομαι
αλάργα-αλάργα: σιγά-σιγά
αντίμαχος: αναθεματισμένος
άιστε μας (έκφραση): ώρα να πηγαίνουμε
ανάρια: αραιά
αρταίνομαι: σταματώ την νηστεία (τρώω κρέας, αυγά κλπ)
ανήλιο: σκιερό μέρος, τοποθεσία που δεν φωτίζεται απ’ τον ήλιο
αμπδώ: πηδώ
απάν: πάνω
απολνώ (σχολνώ): σχολάω, τελειώνω (π.χ. “Άιντε παπά…απόλνα”- την Λειτουργία!)
απολώ: λύνω (π.χ. απόλκα τα ζώα)
αντάρα: ομίχλη
αντάμα: μαζί
αχώρια: χωριστά
αφηκρώ ή φηκρώ: ακούω (προστακτική, χαρακτηριστική έκφραση από ηλικιωμένο: “Φήκρα”!)
αγρικώ: ξέρω, γνωρίζω
αργαλειός: χειροκίνητη μηχανή που ύφαιναν οι παλιότερες γυναίκες, κυρίως
αντραλιάζομαι: ζαλίζομαι
αντράλα: ζαλάδα (π.χ. τραγούδι-“με τη μια και με την άλλη, μου ‘ρθε αντράλα στο κεφάλι”)
αγνάντιο: μέρος με θέα
αγαλιάζω: ηρεμώ
άκρα: άκρη (π.χ. “άστο σν άκρα”)
αρνήτια: κότες
αλούπου: αλεπού
αλούπου: αλεπού
αράδα: σειρά
αρίδα: πόδια (π.χ. “άπλωσε τν αρίδα σ’ “!)
απόμκα: απόμεινα
αδειάζω: ευκαιρώ
αυτού: εκεί
αξάδερφος: ξάδερφος
αχάμνια: αναγούλα
αχαριά: ξεδιάντροπος, άτιμος, πρόστυχος
αρίτσος: σκαντζόχειρος
άφκέ τον: άσ’ τον
αζάπι ή ζαπ: κουμάντο (π.χ. “δεν μπορώ να τα κάνω ζαπ” – δεν μπορώ να τα “φέρω βόλτα”)