βιγλώ: κοιτώ προσεκτικά
βαστώ: κρατώ, αντέχω
βα’ί’ζω: γέρνω
βαλαντώνομαι: στενοχωριέμαι, βασανίζομαι
βαρώ: χτυπώ
βετούλι: περσινό κατσίκι
βαλτώνω: βουλιάζω
(με) βαροφάνκε: κακοφάνηκε
βαρκό: βάλτος, έλος (π.χ. Τ’ Γάκη το βαρκό)
βαριούμαι: βαριέμαι
βλάμης: φίλος κολλητός, αδερφικός
βίζιτα: επίσκεψη
βατσνιές (αλλιώς: τζίγρες) : πυκνοί θάμνοι, πόες με αγκάθια
βόλι: σφαίρα, τουφεκιά
βίτσα: κλαδί, κατάλληλα επεξεργασμένο, που χρησιμεύει ως μαστίγιο
βουρλισμένος: ζαλισμένος, πολύ κουνημένος, χαζός
(το) βιος: περιουσία, (τα) ζωντανά
(ο) βιράγκος: ο μόνος στη ζωή, ο εργένης
βόμπιρας (αλλιώς: χαταλής): ανήσυχος, ζημιάρης