μαντρί: στάνη, στρούγκα
μολογάω: λέω, εξιστορώ
μαχαλάς: γειτονιά
μπέλα (για προβατίνα): αυτή που έχει άσπρο περίβλημα ματιών
μπούτσκα (για προβατίνα): αυτή που έχει καφέ περίβλημα ματιών
μουχαμπέτι: κουβέντα
μασλάτ: …μουχαμπέτι!
μπράτμος: καλός φίλος του γαμπρού, που μετέχει των προετοιμασιών του γάμου
μπάμπου: γριά
μπλαρ: μουλάρι
μασιά: το σίδερο που σκαλίζει τη στάχτη στο τζάκι
μπρουζαλιέμαι: καίγομαι απ’ τον ήλιο
μέρος: τουαλέτα, καμπινές (συνώνυμο: χαλές!)
μπλιορ(ι): η γεννημένη προβατίνα
ματοτσίνορο: ματόκλαδο
μαζόχνομαι: μαζεύομαι
μπάκακας: βάτραχος
μπράσκα: μεγάλος βάτραχος, που κινείται την νύχτα, κατά κύριο λόγο και κάποιοι λένε πως “πετάει” δηλητηριώδες γάλα
μαζώνω: μαζεύω
μαντρώνω: κλειδώνω
μπιράτ(ι): είδος χορού (ξεχωριστός)
μάζωξη: συγκέντρωση
μπαχτσές: κήπος
μπάμπαλο: σκουπιδάκι
μπιζερώ: βαριέμαι (*από τραγούδι- “Μπιζέρισα μωρ’ μάνα, μαντήλια να κεντώ”)
μπακαλνάω: μπουσουλάω
μπα’ί’ρι: ίσιωμα
μαρκαλνιούνται (τα πρόβατα): ζευγαρώνουν
μπνάρ(ι): πηγάδι
μπομπότα: ψωμί καλαμποκίσιο
μαστραπάς: κανάτα για κρασί
μαλιουτάρα: κάπα (αλλιώς: γκαμπινίτσα!)
μαναφλίκας: αυτός που βάζει “φιτίλια”
μουκα’ι’άρης: ο φοβιτσιάρης, ο αδύναμος
μουσαφέσκα (λόγια): πρόχειρα, δικαιολογίες
μπουμπνάρ(ι): έντομο
μουργκίζ(ει): βραδιάζει, το χρονικό σημείο/όριο ανάμεσα στη μέρα και την νύχτα
μουργκίζ(ει): βραδιάζει, το χρονικό σημείο/όριο ανάμεσα στη μέρα και την νύχτα