ρουπουτώ: χτυπώ
ρουκώνω: βάζω κάτι στριμωχτά
ροβολάω: προχωράω καμαρωτά
ρούσα: ξανθοκόκκινη
ρόκα: εργαλείο για γνέσιμο, καλαμοπόκι
ραχατεύω: κάθομαι και ξεκουράζομαι με απόλαυση
ρέτσκας: δειλός, φοβιτσιάρης, (συν) κιουτής
ρέτσκας: δειλός, φοβιτσιάρης, (συν) κιουτής