σχολνώ: σχολάω, τελειώνω
σιακάτ: προς τα κάτω
σιαπάν: προς τα πάνω
σταλούν (τα ζωντανά): ξεκουράζονται σε ήσυχο μέρος το μεσημέρι
σνάζομαι: μαζεύομαι
σμαζώνω: συμαζεύω
σκαρνώ:σκαλίζω, ξεσηκώνω (εξ ου και ο τραγούδι, ο “Σκάρος” με το ξεσήκωμα των ζώων, για να βοσκήσουν)
σκαλνώ: σκαλίζω
σκώνομαι: σηκώνομαι
στρούγκα: μαντρί
σκούζω: φωνάζω δυνατά, ουρλιάζω
σκαπετώ: καταπίνω (σκάπετος: λάρυγγας, γκρουτσκλιάνος!)
συγκαθκό: είδος τοπικού χωρού, ξεχωριστού
στλιάρ: στυλιάρι
σάλιαγκας: σαλιγκάρι
σκράκος: σκορπιός
σύναξη: συγκέντρωση, μάζωξη
σκλέβονται (για σκυλιά): ζευγαρώνουν, κολλάν μεταξύ τους
σκεντεύω: πειράζω, ενοχλώ
σκιάζομαι: φοβάμαι, τρομάζω
σμάρια: ερημιές
σιούκτε: σηκωθείτε
στρουμπάρα: αρρώστια που πιάνει τα πρόβατα
σιρκός: αρσενικός