χαμπέρι: νέο, πληροφορία
χουνέρι: πλάκα
χαραή: χαραυγή
χλιάρ: κουτάλι
χουσμέτι: συζήτηση, ετοιμασία
χουιάζω: φωνάζω δυνατά για να τρομάξω ή να βάλω τάξη
χαράλι: κερώ, μεγάλο
τσουβάλι που δίνονταν στην νύφη για προίκα
χειμαδιά: περιοχές που ξεχειμάζουν τα κοπάδια, στα πεδινά συνήθως
χα’ί’ρι: προκοπή, πρόοδος
χότσκα: αστεία
χαρλίζ: ροχαλίζει
χαταλίκι: ζαβολιά, ζημιά (χαταλής: ζημιάρης, ανακατωσιάρης, ζωηρός)
χραμ: κιλίμι, στρωσίδι
χαλεύω: γυρεύω, ψάχνω
χαλές: καμπινές, “μέρος” (και βρισιά, για κάποιον που μιλάει άσχημα. “Χαλέ μι τουν χαλέ σ’ “!)